- ἀνεχώρησαν
- ἀναχωρέωgo backaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отълоучитисѧ — ОТЪЛОУЧ|ИТИСѦ (304), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Отделиться; разлучиться: отъ дрѹгъ [вм. врагъ] своихъ отълѹчисѧ и отъ дрѹгъ своихъ вънимаи. (διαξωρίσϑητι) Изб 1076, 138; тако же и лѣвы˫а стороны. попо(в) къ икономѹ сътворьше. сто˫ать и ти прѣдъ олтарьмь.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μυχόνδε — (Α) επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν δε, οικόν δε)] … Dictionary of Greek
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek